-
1 μήνῑμα
μήνῑμα, τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι ϑεῶν μήνιμα γένωμαι, Il. 22, 358 Od. 11, 73, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. – Der Zorn, Groll, Κάδμου παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων, Eur. Phoen. 941; παλαιῶν ἐκ μηνιμάτων, Plat. Phaedr. 244 d; einzeln bei Sp.
-
2 μηνιμα
- ατος τό1) причина гнева(μέ τοί τι θεῶν μ. γένωμαι Hom.)
2) pl. (тж. μ. δαιμόνιον Plut.; преимущ. pl.)( божий) гнев, негодование богов (παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur.)
τὰ δημόσια τῶν πόλεων μηνίματα Plut. — обрушившийся на города божий гнев -
3 μήνῑμα
μήνῑμα, τό, Ursache, Veranlassung des Zornes; μή τοί τι ϑεῶν μήνιμα γένωμαι, daß ich dir nicht Ursache des Götterzorns werde. Der Zorn, Groll -
4 μήνιμα
-
5 μήνῖμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μήνῖμα
-
6 μήνιμα
μήνῑμα, μήνιμαcause of wrath: neut nom /voc /acc sg -
7 μηνίματ'
μηνί̱ματα, μήνιμαcause of wrath: neut nom /voc /acc plμηνί̱ματι, μήνιμαcause of wrath: neut dat sgμηνί̱ματε, μήνιμαcause of wrath: neut nom /voc /acc dual -
8 προς-τρίβω
προς-τρίβω, daran reiben, abreiben, ἀμβλὺν ἤδη προςτετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις, Aesch. Eum. 229; – durch Anreiben mittheilen, anhängen, zufügen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προςτρίβεται, Aesch. Prom. 329; Ar. im med., πληγὰς ἀεὶ προςτρίβεται τοὺς οἰκέτας, Equ. 5, gewissermaßen Schläge einreiben, prügeln; u. so im med. in sp. Prosa öfter, bes. mit Schmach, Vorwurf beflecken, ἔοικεν ὥςπερ συγγενικὸν νόσημα αὐτῷ προςτρίψασϑαι τὴν φιλαργυρίαν ἡ φύσις, Plut., der de cap. ex host. util. p. 278 sagt Θεμιστοκλεῖ δὲ Παυσανίας μηδὲν ἀδικοῠντι προςετρίψατο τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας, er machte, daß auch auf ihn der Verdacht des Verrathes fiel, welcher Ausdruck wahrscheinlich vom Besudeln mit Schmutz oder angespritzten Farben hergenommen ist; vgl. noch μήνιμά τινι προςτρίψομαι, Antiph. IV β 8; seltner auch von guten Dingen, πλούτου δόξαν τινὶ προςτρίβεσϑαι, Einem die Meinung des Reichthums zuwenden, d. i. Andere glauben machen, daß er reich ist, Dem. 22, 75. 24, 183.
-
9 μηνίᾱμα
μηνίᾱμα, τό, = μήνιμα, LXX., l. d.
-
10 μήνισμα
-
11 ἈΚέομαι
ἈΚέομαι(Ableitungunsicher), heilen; fut. ἀκέσομαι, aor. ἠκεσάμην, aor. pass. nur Paus. ἀκεσϑέντων ὑπὸ Ἀσκληπιοῦ 2, 27, 3. 3, 19, 7; das act. ἀκέω nur Hippocr.; – Hom. Iliad. 16, 29 ἕλκε' ἀκειόμενοι, ἕλκος ἄκεσσαι 16, 523; τὸν (Αἰνείαν) ἀκέοντο 5, 448; τῷ δ' ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατ' 5, 402. 901; νῆας ἀκειόμενον Od. 14, 383; ἀκέοντο δίψαν Iliad. 22, 2, stillten den Durst; Iliad. 13. 115 ἀλλ' ἀκεώμεϑα ϑᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσϑλῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεϑα, πότερον ἰαϑῶμεν ἢ ἀκεσώμεϑα· ὃ καὶ ὑγιές, οἷον τὸ ἐλάττωμα ἰασώμεϑα; Od. 10, 69 ἀλλ' ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν, helfet; – Pind. P. 9, 108 δίψαν; – ψώρην τινί. 4, 90; βλέφαρον Hec. 1067; Ep. ad. 162 ( App. 322) νούσου τινά, wie Paus. 8, 18, 3, sonst παύειν; τροφῇ τὴν τῆς τροφῆς ἐπιϑυμίαν ἀκ. Plut. cup. div. 2; ἄχος Soph. Tr. 1027, κακόν Ant. 1014; λύπας Eur. Med. 203; ἁμαρτάδα, wieder gut machen, Her. 1, 167; ἀδίκημα, aussühnen, Plat. Rep. II, 364 b: τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων Antiph. 4 γ 7; ἀπορίας Xen. Mem. 2, 7, 1; τὰ ἐπιφερόμενα Her. 3, 16, dagegen Vorkehrungen treffen; ausbessern, Sp. bes. von Kleidern, flicken, ἱμάτιον Men. bei Eust. 1647, 58; Luc. fugit. 33; Schuhe Necyom. 17.
-
12 ἐξ-ιλάσκομαι
ἐξ-ιλάσκομαι (s. ἱλάσκω), mit sich aussöhnen, versöhnen, ϑεόν Orac. bei Her. 7, 141, wie Xen. Cyr. 7, 2, 19 u. Sp., Pol. 1, 68, 4. 3, 112, 9; τὸ μήνιμα τῆς ϑεοῦ Plut.; τὸ ἀποίνοις ἐξιλασϑέν Plat. Legg. IX, 862 c.
-
13 ελαυνω
эп.-поэт. тж. ἐλάω (impf. ἤλαυνον - эп. iter. ἐλαύνεσκον, fut. ἐλῶ и ἐλάσω - эп. ἐλόω и ἐλάσσω, aor. ἤλασα - эп. ἔλασ(σ)α, pf. ἐλήλακα; pass.: aor. ἠλάθην - поздн. ἠλάσθην, pf. ἐλήλαμαι, ppf. ἠληλάμην)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; ταῦρον διὰ τοῦ ἄστεος Plut.; γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνεσθαι Aesch.)
τὸν ἵππον ἐ. Her. — ездить верхом на лошади2) угонять, уводить(ἀρίστας βοῶν Hom.; ὅ τι δύναιντο Xen.)
; med. угонять с собой(βόας καὴ μῆλα Hom.; τὰς βοῦς Plat.; λείαν Plut.)
3) изгонять(τινὰ ἐκ δήμου Hom.; τινὰ ἐκ δόμων и ἀφ΄ ἑστίας Aesch.; ἐκ γῆς Soph. и γῆς Eur.; μίασμα Soph. и ἄγος Thuc.)
ἐλαυνόμενος καὴ ὑβριζόμενος Dem. — гонимый и осыпаемый оскорблениями4) ( о корабле) приводить в движение(νῆα Hom.; τὰς ναῦς Arph.; τριήρεις Plat.)
κώπην ἐ. Plut. — грести;πόντον ἐλάταις ἐ. Hom. — плыть на веслах по морю;νηῦς ἐλαυνομένη Hom. — плывущий корабль;οἱ ἐλαύνοντες Hom. — гребцы5) преследовать, терзать, донимать(τινά Hom.)
ἐ. τινὰ κακότητος Hom. — мучить кого-л.;χεὴρ ὀδύνῃσι ἐλήλαται Hom. — рука болит;λοιμὸς ἐλαύνει πόλιν Soph. — мор опустошает город;φοβεῖσθαι, μή τι δαιμόνιον τὰ πράγματα ἐλαύνῃ Dem. — опасаться, как бы некое божество не потрясло государства;λύπῃ πᾶς ἐλήλαται κακῇ Eur. — он удручен тяжелой скорбью6) ударять(τινὰ σκήπτρῳ Hom.)
χθόνα ἤλασε παντὴ μετώπῳ Hom. — он хлопнулся лицом прямо в землю;κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ Eur. — бряцая плектром на лире7) вести(στρατόν Pind.; στρατιήν Her.)
8) вонзать(δόρυ διὰ στήθεσσιν Hom.; χαλκὸν ἐν πλευραῖσι Pind.)
ὀϊστὸς ὤμῳ ἐνὴ ἠλήλατο Hom. — стрела впилась в плечо9) поражать, ранить(τινὰ ὦμον φασγάνῳ Hom.; ἐλαύνεσθαι εἰς τὸν μηρόν Luc.)
10) наносить, причинять(τέν οὐλέν ὀδόντι Hom.)
11) вдевать, продевать(τι διὰ μέσου τινός Plat.)
12) устремлять, обрушиватьπνεῦμα σφοδρῶς ἐλαυνόμενον Arst. — сильный взрыв (сжатого) воздуха;
ἐδόκει μήνιμα δαιμόνιον ἐλαύνειν τὰς πόλεις Plut. — казалось, что гнев божества обрушился на города;πνοὰς ἀνέμων ζάλην ἐλαυνόντων Plut. — при бушевании ураганных ветров13) устремлять, направлять(τὸν ἑαυτοῦ ὁδόν Arph.)
14) повышать, доводить15) перен. доводить, приводить(τινὰ εἰς ὀργήν Eur.)
16) проводить, прокапывать(τάφρον Hom.; αὔλακα Hes., Pind.; ἀμπελίδος ὄρχον Arph.)
17) проводить, строить, возводить(τεῖχος Hom.)
σταυροὺς πυκνοὺς καὴ θαμέας ἐλαυνέμεν Hom. — строить частокол;τὸ τεῖχος ἐς τὸν ποταμὸν ἐλήλαται Her. — стена доходит до реки18) проливать(δάκρυ εἰς γαῖαν Eur.)
19) вызывать, возбуждать(κολῳὸν ἔν τισι Hom.)
20) пробуждать(ἀρετάς Pind.)
21) выковывать, ковать(ἀσπίδα χαλκείην Hom.; ἐληλαμένος σίδηρος Plut.)
22) подчинять себе, покорять, захватывать(Ἰωνίαν πᾶσαν Aesch.)
23) устремляться, направляться(ἐπὴ κύματα Hom.)
μάλα σφοδρῶς ἐ. Hom. — спешить изо всех сил24) ехать, путешествовать(νύκτα διὰ δνοφερήν Hom.)
25) вступать, въезжать(ἐς τὸ ἄστυ Her.)
26) врываться, вторгаться(ἐπὴ τέν Ἀττικήν Plut.)
27) обрушиваться, нападать28) доходить, заходить, продвигатьсяἐς πᾶσαν κακότητα ἐλάσαι Her. — совершить всяческие злодеяния;
ἐγγὺς μανιῶν ἐ. Eur. — находиться на грани безумия;ἔξω τοῦ φρονεῖν ἐ. Eur. — сойти с ума;πρόσω ἐλάσαι τῆς πρὸς τοὺς πολεμίους πλεονεξίας Xen. — превзойти врагов в хитрости;οἱ πόρρω ἀεὴ φιλοσοφίας ἐλαύνοντες Plat. — не перестающие заниматься философией;πρὸς τέν νόσον ἐλάσαι Arst. — впасть в болезнь;πόρρω παντάπασιν ἡλικίας ἐληλακώς Plut. — достигший преклонного возраста;ὅ εἰς τοσοῦτον ἤλασεν ἐπιμελείας, ὥστε … Diog.L. — он дошел в своем трудолюбии до того, что … -
14 εξιλασκομαι
(fut. ἐξιλάσομαι)1) умилостивлять(τὸν θεόν Her., Xen., Men., Polyb., Plut.)
2) успокаивать, унимать, смягчать(τέν ὀργήν Polyb. и τὸ μήνιμά τινος Plut.)
3) искупать, заглаживать -
15 μηνιμάτων
μηνῑμάτων, μήνιμαcause of wrath: neut gen pl -
16 μηνίμασι
μηνί̱μασι, μήνιμαcause of wrath: neut dat pl -
17 μηνίματα
μηνί̱ματα, μήνιμαcause of wrath: neut nom /voc /acc pl -
18 μηνίματος
μηνί̱ματος, μήνιμαcause of wrath: neut gen sg -
19 μηνίαμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηνίαμα
-
20 προστρίβω
A rub on or against: abs., προστρίβοντα by friction, Arist.HA 535b23:—[voice] Med., rub oneself against,τῷ τοίχῳ IG42(1).126.10
(Epid., ii A.D.):—[voice] Pass., to be rubbed on, Dsc.4.153; προστετριμμένος worn away, dulled,πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις A.Eu. 238
.III more freq. in [voice] Med., mostly in bad sense, inflict or cause to be inflicted,πληγάς τισι Ar.Eq.5
; ; ;τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας Plu.2.89f
:—[voice] Pass., , cf.Sammelb.5273.12 (v A.D.), PMonac.6.66 (vi A.D.).2 in good sense, πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῖς κεκτημένοις attach to them the reputation of wealth, D.22.75, 24.183.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρίβω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής … Dictionary of Greek
μήνιμα — μήνῑμα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίματ' — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl μηνί̱ματι , μήνιμα cause of wrath neut dat sg μηνί̱ματε , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήνισμα — τὸ (Α) [μηνίζω] μήνιμα* … Dictionary of Greek
μηνίαμα — μηνίαμα, τὸ (Α) [μηνιώ] μήνιμα* … Dictionary of Greek
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek
μηνιμάτων — μηνῑμάτων , μήνιμα cause of wrath neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίμασι — μηνί̱μασι , μήνιμα cause of wrath neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίματα — μηνί̱ματα , μήνιμα cause of wrath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνίματος — μηνί̱ματος , μήνιμα cause of wrath neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)